Δολιοφθορά κι όχι ατύχημα φαίνεται πως ήταν το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» τον Σεπτέμβριο του 2017, που προκάλεσε την πολύ σοβαρή θαλάσσια ρύπανση στον Αργοσαρωνικό.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το πόρισμα του Γ’ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ), το οποίο έχει παραδοθεί περίπου εδώ και 2 μήνες στην Εισαγγελία.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Εφημερίδας των Συντακτών, το Συμβούλιο αποφαίνεται ομόφωνα ότι η βύθιση του πλοίου καθώς και η σοβαρή ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος που προκλήθηκε από αυτό οφείλονται σε «εκ προθέσεως πράξεις και παραλείψεις και εξ αμελείας αντίστοιχα» συγκεκριμένων προσώπων και εταιρειών.
Στο πόρισμα, αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζει η εφημερίδα, αναφέρεται πως η διαρροή πετρελαίου που ακολούθησε, προήλθε από τη «διαφυγή φορτίου από τα στόμια των δεξαμενών ή και από τις θυρίδες επιθεώρησης φορτίου τα οποία βρίσκονταν στο κατάστρωμα του πλοίου». Τα ανοίγματα αυτά είχαν σφραγιστεί μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης του πλοίου στα ΕΛΠΕ, επομένως κάποιοι μέσα στο πλοίο και ενώ αυτό βρισκόταν στο αγκυροβόλιο προχώρησαν στο άνοιγμα μερικών ή και όλων των στομίων, είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ανακριτές.
Όπως επίσης επισημαίνεται η «υπερβολική καθυστέρηση στεγανοποίησης των δεξαμενών φορτίου του πλοίου, δηλαδή του κλεισίματος των ανοιχτών καπακιών», έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικολογική ρύπανση που ακολούθησε, καθώς συνέβαλε στο να διαφύγουν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες από τα πετρελαιοειδή, κυρίως μαζούτ, που μετέφερε το πλοίο.
Μάλιστα εντύπωση προκαλέι η διαπίστωση πως σε περίπτωση που δεν είχαν ανοιχτεί τα καπάκια των στομίων ή και των θυρίδων επιθεώρησης, τότε το πλοίο θα βυθιζόταν ξανά, αλλά θα είχε αποφευχθεί η οικολογική καταστροφή.
Κανένας που να σχετίζεται με το «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» δεν ενημέρωσε στα αλήθεια τις λιμενικές αρχές, οι οποίες ενημερώθηκαν τελικά στις 2.10 από ένα φορτηγό πλοίο που βρισκόταν αγκυροβολημένο στο βόρειο τμήμα του αγκυροβολίου του Πειραιά ότι στο πλοίο παρατηρείται εισροή υδάτων και αμέσως ενεργοποίησαν τα ρυμουλκά ασφαλείας και τα διαθέσιμα σκάφη του Λιμενικού Σώματος, τα οποία και έσπευσαν στην περιοχή. Η ώρα είχε φτάσει όμως πλέον 2.30, το πλοίο είχε αρχίσει να βυθίζεται και «κρίσιμα» λεπτά είχαν ήδη χαθεί.
Το ΑΣΝΑ επιρρίπτει ευθείες ευθύνες και στον πλοιοκτήτη, καθώς δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τις λιμενικές αρχές, με τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας και με τους κυβερνήτες των ρυμουλκών και άλλων σκαφών «αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το πλοίο του βυθιζόταν φορτωμένο με πετρέλαια κυριολεκτικά έξω από το λιμάνι του Πειραιά» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «κανείς από τους ανωτέρω δεν επεδίωκε την σωτηρία του πλοίου, αντίθετα, όπως φαίνεται, το επιδιωκόμενο ήταν να αφεθεί το πλοίο να βουλιάξει ανενόχλητο και αβοήθητο. Τούτο καταδεικνύει ότι επρόκειτο για προσχεδιασμένη επιδίωξη που η εξέλιξή της δεν έπρεπε να διαταραχθεί».
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πόρισμα, «τα συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν, εν προκειμένω, προκύπτουν καταφανέστατα από τα οικονομικά οφέλη που εξήγαγαν από τη διαχείριση της αντιρρύπανσης και απορρύπανσης οι εταιρείες στις οποίες ο πλοιοκτήτης ανέθεσε τις επιχειρήσεις αυτές».